ὅδιος

ὅδιος
ὅδ-ιος, ον, ([etym.] ὁδός)
A belonging to a way or journey, ὄρνις ὅ. a bird of omen for the journey (or seen by the way), A.Ag.157 (lyr.); ὅ. κράτος αἴσιον ib. 104 (lyr.); Ἑρμῆς ὅ. H. the guardian of roads and travellers, whose statues stood on the road-side, Hsch.
II ὅδιον, τό, travelling expenses, prob. in Inscr.Magn.52.39.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ὀδίος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅδιος — belonging to a way masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όδιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Μηκιστέα και αδελφός του Επίστροφου, ηγεμόνας των Αλιζώνων της Βιθυνίας. Πολέμησε μαζί με τους Τρώες. Τον σκότωσε ο Αγαμέμνων. 2. Κήρυκας των Αχαιών στο ελληνικό στρατόπεδο της Τροίας. 3. Πυθαγόρειος… …   Dictionary of Greek

  • Ὀδίου — Ὄδιος masc gen sg Ὀδίος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅδιον — ὅδιος belonging to a way masc/fem acc sg ὅδιος belonging to a way neut nom/voc/acc sg ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ὁδάω export and sell imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδίον — Ὀδίος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδίου — ὅδιος belonging to a way masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδίων — ὅδιος belonging to a way masc/fem/neut gen pl ὁδάω export and sell pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιόδιος — ἡμιόδιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διανύσει το μισό τού δρόμου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + όδιος (< οδός), πρβλ. εισ όδιος] …   Dictionary of Greek

  • προσόδιος — ον, και δωρ. τ. ουδ. ποθόδιον Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο, στην πανηγυρική πομπή, ο τελετουργικός («ὕμνοι προσόδιοι», Φίλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσόδιον ή ποθόδιον (ενν. μέλος) άσμα που έψαλλαν με ρυθμικές κινήσεις και με… …   Dictionary of Greek

  • ОДИЙ —    • Odĭus,           Όδιος,        1. предводитель гализонов под Троей, убитый Агамемноном. Ноm. Il. 5, 38;        2. греческий герольд под Троей. Ноm. Il. 6, 170 …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”